Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

οὐκ οἶδ

См. также в других словарях:

  • οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …   Dictionary of Greek

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • είδω — εἴδω (Α) Ι. 1. βλέπω, κοιτάζω, διακρίνω 2. (με επίταση) επιτηρώ, φυλάσσω, παρατηρώ 3. αντιλαμβάνομαι 4. εξετάζω, ερευνώ 5. συναντώ, μιλώ με κάποιον 6. δοκιμάζω, απολαμβάνω 7. μέσ. εἴδομαι α) φαίνομαι, φαίνομαι ότι β) προσποιούμαι, καμώνομαι 8.… …   Dictionary of Greek

  • ANATHEMA sim — Iudaeis et antiquis Christianis, sollennis in iureiurando formula; h. e. a Synagoga et Ecclesia exclusus sim: Cuiusmodi anathema sibi imprecari, καταναθεματίζειν, dixêre. Apud Matthaeum c. 26. v. 74. de Petro Dominun abiurante, τότε ἤρξατο… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυδοιδοπώ — κυδοιδοπῶ, άω (Α) εγείρω ταραχή («ἐψόφει γοῡν ἔνδον οὐκ οἶδ ἄττα κἀκυδοιδόπα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κυδάζω και εμφανίζει επίθημα δοπῶ, το οποίο είναι άγνωστης προελεύσεως (πρβλ. και εχθο δοπώ) …   Dictionary of Greek

  • ДИАТЕССАРОН — [греч. διὰ τεσσάρων, букв. через четыре], название евангельской гармонии (см. Гармонизация евангельская), составленной Татианом ок. 170 г. с использованием 4 канонических Евангелий (см. Евангелия канонические) и, возможно, некоторых… …   Православная энциклопедия

  • DECRESCERE — apud Tertullian. de Poenit. c. 11. Ad omnem occur sum maioris cuiusque personae decrescentes: eleganter, pro corpus inclinare, se submittere, venerationi testandae, Graecae ταπηνοῦςθαι, ὑποπιπτειν et ὑποκόπτειν: quibus opponit Diod. ὑπερέχειν ubi …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»